ἀπαύξησις

ἀπαύξησις
ἀπαύξησις, εως, ,
A decrease: hence, disesteem, πίπτειν εἰς ἀ. Longin 7.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπαύξησιν — ἀπαύξησις decrease fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπαυξίφως — ωτος, ἡ, Α (για τη Σελήνη) αυτή που ελαττώνει το φως της συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαύξησις «μείωση» + φῶς, φωτός (πρβλ. λειψί φως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”